- ἀδρέπανος
- ἀ-δρέπανος, ohne Sichel, von der Sichel nicht berührt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αδρέπανος — η, ο (Α ἀδρέπανος, ον) (Ν και αδράπανος) [δρέπανον] αυτός που δεν θερίστηκε με δρεπάνι, ο αθέριστος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει δρεπάνι 2. που δεν έχει ούτε δρεπάνι, που στερείται τα πάντα, ο πάμφτωχος 3. άπρακτος … Dictionary of Greek
ἀδρέπανον — ἀδρέπανος untouched by sickle masc/fem acc sg ἀδρέπανος untouched by sickle neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδρεπάνιστος — η, ο [δρεπανίζω] ο αδρέπανος … Dictionary of Greek